- Γκρο, Αντουάν-Ζαν
- (Antoine-Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα-Μεντόν, Σεν-ε-Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ-Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν. Τον Ιανουάριο του 1793, εποχή της Τρομοκρατίας, κατέφυγε στην Ιταλία και παρέμεινε στη Φλωρεντία και στη Γένοβα. Εκεί γνώρισε τα έργα του Ρούμπενς στις διάφορες ιδιωτικές συλλογές και ο θαυμασμός του για τον μεγάλο Φλαμανδό δάσκαλο διατηρήθηκε αναλλοίωτος σε όλη του τη ζωή. Η εύνοια της Ζοζεφίν Μποαρνέ του έδωσε τη δυνατότητα να ζωγραφίσει το 1796 την περίφημη ολοζώντανη προσωπογραφία του Ναπολέοντα στη γέφυρα του Άρκολε (Παρίσι, Μουσείο Λούβρου). Λίγο αργότερα ως μέλος της επιτροπής, η οποία είχε επιφορτιστεί με την εκλογή των έργων τέχνης που έπρεπε να παραχωρήσει η Ιταλία στη Γαλλική Δημοκρατία, σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης του Τολεντίνο, ταξίδεψε επανειλημμένα στην Περούτζια, στη Μοντένα, στην Μπολόνια, στη Βενετία και στη Ρώμη και μελέτησε βαθύτερα την ιταλική τέχνη. Το 1800, κατά την πολιορκία της Γένοβας από τους Αυστριακούς και τους Άγγλους, κατόρθωσε με κόπο να σωθεί και κατέφυγε τυχαία στην Ελλάδα. Το 1802 ύστερα από πολλές περιπέτειες επέστρεψε στο Παρίσι. Στον διαγωνισμό για την εκτέλεση ελαιογραφίας με θέμα τη Μάχη της Ναζαρέτ, το σχέδιο του Γ. (Μουσείο της Ναντ) κέρδισε το πρώτο βραβείο. Από τότε και σε όλη την περίοδο της Υπατείας και της Αυτοκρατορίας ο Γ. συνέχισε να ζωγραφίζει πίνακες με θέματα από την εποποιία του Ναπολέοντα, όπως Οι Πανωλόβλητοι της Ιόπης (1804, Παρίσι, Μουσείο Λούβρου), Η μάχη του Αμπουκίρ (1806, Μουσείο Βερσαλιών), Το πεδίο της μάχης του Εϊλάου (1808, Παρίσι, Μουσείο Λούβρου). Τα έργα αυτά που διαποτίζονταν από ένα εντελώς καινούργιο πάθος, πλούσια σε ρεαλιστικές παρατηρήσεις και σε χρωματική ευαισθησία αξιοθαύμαστη για τη νεοκλασική αγωγή του καλλιτέχνη, είχαν μεγάλη επίδραση στους νεότερους και μάλιστα στον Ζερικό, στον Ντελακρουά και γενικά στον ρομαντισμό. Την προβολή του Γ. ενίσχυσε το γεγονός ότι ο Νταβίντ, φεύγοντας εξόριστος στις Βρυξέλλες κατά την παλινόρθωση των Βουρβόνων, εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της σχολής του στον μεγαλοφυή μαθητή του. Το 1816 ο Γ. ονομάστηκε καθηγητής της σχολής καλών τεχνών και αφοσιώθηκε στη συμπλήρωση και στις μετατροπές της διακόσμησης του θόλου του Πανθέου, που είχε αρχίσει το 1812 και τελείωσε το 1824. Παράλληλα όμως συνέχισε την απεικόνιση σύγχρονων ιστορικών γεγονότων και την εκτέλεση προσωπογραφιών. Μετά την επανάσταση του 1830, όταν καθιερώθηκε ο ρομαντισμός, ο Γ. αισθάνθηκε ότι νικήθηκε από την εξέλιξη της ζωγραφικής και ύστερα από ορισμένες δυσμενείς κριτικές για τα έργα που παρουσίασε στο Σαλόν το 1835 πάνω σε μια κρίση απελπισίας, αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Σηκουάνα. Στα γνωστότερα έργα του ανήκουν επίσης Η μάχη των Πυραμίδων, Η μάχη του Βαγκράμ, Η άλωση της Μαδρίτης, Ο Λουδοβίκος IH’ εγκαταλείπει το ανάκτορο του Κεραμεικού (1817, Μουσείο Βερσαλιών) και οι θαυμάσιες προσωπογραφίες της αυτοκράτειρας Ζοζεφίνας, του Λουδοβίκου IH’, του Καρόλου Γ’, η Αυτοπροσωπογραφία του (1791, Τουλούζ, Μουσείο των Αυγουστίνων) κ.ά.
Aντουάν-Ζαν Γκρo: «Το πεδίο της μάχης του Εϊλάου» (1808). Στον περίφημο αυτό, νεοκλασικής αντίληψης, εγκωμιαστικό πίνακα, ο Ντελακρουά θαύμαζε «την ποίηση των λεπτομεριών», δηλαδή τον πλούτο των ρεαλιστικών παρατηρήσεων (Μουσείο Λούβρου, Παρίσι, φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.